Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναρπάγδην
ἀναρπαγή
ἀναρπάζω
ἀναρπαστέον
ἀναρπαστός
ἀναρραΐζω
ἀναρραίνω
ἀναρράπτω
ἀναρράσσω
ἀναρραφή
ἀναρραφικός
ἀναρραψῳδέω
ἀναρρέπω
ἀναρρέω
ἀναρρήγνυμι
ἀνάρρημα
ἀνάρρηξις
ἀνάρρησις
ἀναρριζόω
ἀνάρρινον
ἀναρριπίζω
View word page
ἀναρραφικός
used in ἀναρραφή

ShortDef

used in ἀναρραφή

Debugging

Headword:
ἀναρραφικός
Headword (normalized):
ἀναρραφικός
Headword (normalized/stripped):
αναρραφικος
IDX:
6420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6421
Key:

Data

{'content': 'used in ἀναρραφή'}