Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παγκρατιάζω
παγκρατιαστής
παγκρατιαστικός
παγκράτιον
παγκράτωρ
πάγκρεας
παγκρότως
παγκτησία
παγκτητικός
πάγκυφος
πάγνυμι
πάγξενος
παγόλυτον
παγοπληξία
πᾶγος
πάγος
πάγουρος
παγχάλεπος
παγχάλκεος
παγχαρής
πάγχορτος
View word page
πάγνυμι
fix, plunge

ShortDef

fix, plunge

Debugging

Headword:
πάγνυμι
Headword (normalized):
πάγνυμι
Headword (normalized/stripped):
παγνυμι
IDX:
64202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64203
Key:

Data

{'content': 'fix, plunge'}