Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παγκρατησία
παγκρατιάζω
παγκρατιαστής
παγκρατιαστικός
παγκράτιον
παγκράτωρ
πάγκρεας
παγκρότως
παγκτησία
παγκτητικός
πάγκυφος
πάγνυμι
πάγξενος
παγόλυτον
παγοπληξία
πᾶγος
πάγος
πάγουρος
παγχάλεπος
παγχάλκεος
παγχαρής
View word page
πάγκυφος
quite crooked

ShortDef

quite crooked

Debugging

Headword:
πάγκυφος
Headword (normalized):
πάγκυφος
Headword (normalized/stripped):
παγκυφος
IDX:
64201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64202
Key:

Data

{'content': 'quite crooked'}