Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάγκληρος
πάγκοινος
παγκοίρανος
παγκοίτης
παγκόνιτος
παγκόσμιος
πάγκοσμος
παγκρατής
παγκρατησία
παγκρατιάζω
παγκρατιαστής
παγκρατιαστικός
παγκράτιον
παγκράτωρ
πάγκρεας
παγκρότως
παγκτησία
παγκτητικός
πάγκυφος
πάγνυμι
πάγξενος
View word page
παγκρατιαστής
one who practises the παγκράτιον

ShortDef

one who practises the παγκράτιον

Debugging

Headword:
παγκρατιαστής
Headword (normalized):
παγκρατιαστής
Headword (normalized/stripped):
παγκρατιαστης
IDX:
64193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64194
Key:

Data

{'content': 'one who practises the παγκράτιον'}