Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάγκλαυστος
πάγκλειτος
παγκλέπτης
παγκληρία
πάγκληρος
πάγκοινος
παγκοίρανος
παγκοίτης
παγκόνιτος
παγκόσμιος
πάγκοσμος
παγκρατής
παγκρατησία
παγκρατιάζω
παγκρατιαστής
παγκρατιαστικός
παγκράτιον
παγκράτωρ
πάγκρεας
παγκρότως
παγκτησία
View word page
πάγκοσμος
an entire world

ShortDef

an entire world

Debugging

Headword:
πάγκοσμος
Headword (normalized):
πάγκοσμος
Headword (normalized/stripped):
παγκοσμος
IDX:
64189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64190
Key:

Data

{'content': 'an entire world'}