Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάρμοστος
ἀναροτρίαστος
ἀναρπάγδην
ἀναρπαγή
ἀναρπάζω
ἀναρπαστέον
ἀναρπαστός
ἀναρραΐζω
ἀναρραίνω
ἀναρράπτω
ἀναρράσσω
ἀναρραφή
ἀναρραφικός
ἀναρραψῳδέω
ἀναρρέπω
ἀναρρέω
ἀναρρήγνυμι
ἀνάρρημα
ἀνάρρηξις
ἀνάρρησις
ἀναρριζόω
View word page
ἀναρράσσω
shake up

ShortDef

shake up

Debugging

Headword:
ἀναρράσσω
Headword (normalized):
ἀναρράσσω
Headword (normalized/stripped):
αναρρασσω
IDX:
6418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6419
Key:

Data

{'content': 'shake up'}