Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παγκάρπεια
παγκαρπία
πάγκαρπος
παγκατάμικτος
παγκαταπύγων
παγκατάρατος
παγκευθής
πάγκλαυστος
πάγκλειτος
παγκλέπτης
παγκληρία
πάγκληρος
πάγκοινος
παγκοίρανος
παγκοίτης
παγκόνιτος
παγκόσμιος
πάγκοσμος
παγκρατής
παγκρατησία
παγκρατιάζω
View word page
παγκληρία
a complete inheritance

ShortDef

a complete inheritance

Debugging

Headword:
παγκληρία
Headword (normalized):
παγκληρία
Headword (normalized/stripped):
παγκληρια
IDX:
64182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64183
Key:

Data

{'content': 'a complete inheritance'}