Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παγίωσις
παγκαίνιστος
πάγκακος
παγκάκουργος
παγκάλλιστος
πάγκαλος
παγκάρπεια
παγκαρπία
πάγκαρπος
παγκατάμικτος
παγκαταπύγων
παγκατάρατος
παγκευθής
πάγκλαυστος
πάγκλειτος
παγκλέπτης
παγκληρία
πάγκληρος
πάγκοινος
παγκοίρανος
παγκοίτης
View word page
παγκαταπύγων
utterly lewd
ShortDef
utterly lewd
Debugging
Headword:
παγκαταπύγων
Headword (normalized):
παγκαταπύγων
Headword (normalized/stripped):
παγκαταπυγων
IDX:
64176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64177
Key:
Data
{'content': 'utterly lewd'}