Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παγίς
παγίωσις
παγκαίνιστος
πάγκακος
παγκάκουργος
παγκάλλιστος
πάγκαλος
παγκάρπεια
παγκαρπία
πάγκαρπος
παγκατάμικτος
παγκαταπύγων
παγκατάρατος
παγκευθής
πάγκλαυστος
πάγκλειτος
παγκλέπτης
παγκληρία
πάγκληρος
πάγκοινος
παγκοίρανος
View word page
παγκατάμικτος
mixed of all sorts, hashed up together
ShortDef
mixed of all sorts, hashed up together
Debugging
Headword:
παγκατάμικτος
Headword (normalized):
παγκατάμικτος
Headword (normalized/stripped):
παγκαταμικτος
IDX:
64175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64176
Key:
Data
{'content': 'mixed of all sorts, hashed up together'}