Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παγιδεύω
παγίδιον
πάγιος
παγιότης
παγιόω
παγίς
παγίωσις
παγκαίνιστος
πάγκακος
παγκάκουργος
παγκάλλιστος
πάγκαλος
παγκάρπεια
παγκαρπία
πάγκαρπος
παγκατάμικτος
παγκαταπύγων
παγκατάρατος
παγκευθής
πάγκλαυστος
πάγκλειτος
View word page
παγκάλλιστος
most beautiful

ShortDef

most beautiful

Debugging

Headword:
παγκάλλιστος
Headword (normalized):
παγκάλλιστος
Headword (normalized/stripped):
παγκαλλιστος
IDX:
64170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64171
Key:

Data

{'content': 'most beautiful'}