Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παγίδευμα
παγιδεύω
παγίδιον
πάγιος
παγιότης
παγιόω
παγίς
παγίωσις
παγκαίνιστος
πάγκακος
παγκάκουργος
παγκάλλιστος
πάγκαλος
παγκάρπεια
παγκαρπία
πάγκαρπος
παγκατάμικτος
παγκαταπύγων
παγκατάρατος
παγκευθής
πάγκλαυστος
View word page
παγκάκουργος
utterly wicked

ShortDef

utterly wicked

Debugging

Headword:
παγκάκουργος
Headword (normalized):
παγκάκουργος
Headword (normalized/stripped):
παγκακουργος
IDX:
64169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64170
Key:

Data

{'content': 'utterly wicked'}