Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παγιδάμεια
παγίδευμα
παγιδεύω
παγίδιον
πάγιος
παγιότης
παγιόω
παγίς
παγίωσις
παγκαίνιστος
πάγκακος
παγκάκουργος
παγκάλλιστος
πάγκαλος
παγκάρπεια
παγκαρπία
πάγκαρπος
παγκατάμικτος
παγκαταπύγων
παγκατάρατος
παγκευθής
View word page
πάγκακος
utterly bad, all-unlucky

ShortDef

utterly bad, all-unlucky

Debugging

Headword:
πάγκακος
Headword (normalized):
πάγκακος
Headword (normalized/stripped):
παγκακος
IDX:
64168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64169
Key:

Data

{'content': 'utterly bad, all-unlucky'}