Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάγη
παγιδάμεια
παγίδευμα
παγιδεύω
παγίδιον
πάγιος
παγιότης
παγιόω
παγίς
παγίωσις
παγκαίνιστος
πάγκακος
παγκάκουργος
παγκάλλιστος
πάγκαλος
παγκάρπεια
παγκαρπία
πάγκαρπος
παγκατάμικτος
παγκαταπύγων
παγκατάρατος
View word page
παγκαίνιστος
ever renewed, ever fresh

ShortDef

ever renewed, ever fresh

Debugging

Headword:
παγκαίνιστος
Headword (normalized):
παγκαίνιστος
Headword (normalized/stripped):
παγκαινιστος
IDX:
64167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64168
Key:

Data

{'content': 'ever renewed, ever fresh'}