Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παγεύς
πάγη
παγιδάμεια
παγίδευμα
παγιδεύω
παγίδιον
πάγιος
παγιότης
παγιόω
παγίς
παγίωσις
παγκαίνιστος
πάγκακος
παγκάκουργος
παγκάλλιστος
πάγκαλος
παγκάρπεια
παγκαρπία
πάγκαρπος
παγκατάμικτος
παγκαταπύγων
View word page
παγίωσις
making fast

ShortDef

making fast

Debugging

Headword:
παγίωσις
Headword (normalized):
παγίωσις
Headword (normalized/stripped):
παγιωσις
IDX:
64166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64167
Key:

Data

{'content': 'making fast'}