Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παγγυναικί
παγερός
παγετός
παγετώδης
παγεύς
πάγη
παγιδάμεια
παγίδευμα
παγιδεύω
παγίδιον
πάγιος
παγιότης
παγιόω
παγίς
παγίωσις
παγκαίνιστος
πάγκακος
παγκάκουργος
παγκάλλιστος
πάγκαλος
παγκάρπεια
View word page
πάγιος
solid
ShortDef
solid
Debugging
Headword:
πάγιος
Headword (normalized):
πάγιος
Headword (normalized/stripped):
παγιος
IDX:
64162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64163
Key:
Data
{'content': 'solid'}