Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάγγυμνος
παγγυναικί
παγερός
παγετός
παγετώδης
παγεύς
πάγη
παγιδάμεια
παγίδευμα
παγιδεύω
παγίδιον
πάγιος
παγιότης
παγιόω
παγίς
παγίωσις
παγκαίνιστος
πάγκακος
παγκάκουργος
παγκάλλιστος
πάγκαλος
View word page
παγίδιον
snare, gin

ShortDef

snare, gin

Debugging

Headword:
παγίδιον
Headword (normalized):
παγίδιον
Headword (normalized/stripped):
παγιδιον
IDX:
64161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64162
Key:

Data

{'content': 'snare, gin'}