Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παγγλωσσία
πάγγλωσσος
πάγγυμνος
παγγυναικί
παγερός
παγετός
παγετώδης
παγεύς
πάγη
παγιδάμεια
παγίδευμα
παγιδεύω
παγίδιον
πάγιος
παγιότης
παγιόω
παγίς
παγίωσις
παγκαίνιστος
πάγκακος
παγκάκουργος
View word page
παγίδευμα
snare, enticement

ShortDef

snare, enticement

Debugging

Headword:
παγίδευμα
Headword (normalized):
παγίδευμα
Headword (normalized/stripped):
παγιδευμα
IDX:
64159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64160
Key:

Data

{'content': 'snare, enticement'}