Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παγγενεί
παγγενέτειρα
παγγενέτης
πάγγεος
παγγέωργος
παγγήρως
παγγλυκερός
παγγλωσσία
πάγγλωσσος
πάγγυμνος
παγγυναικί
παγερός
παγετός
παγετώδης
παγεύς
πάγη
παγιδάμεια
παγίδευμα
παγιδεύω
παγίδιον
πάγιος
View word page
παγγυναικί
with all their women

ShortDef

with all their women

Debugging

Headword:
παγγυναικί
Headword (normalized):
παγγυναικί
Headword (normalized/stripped):
παγγυναικι
IDX:
64152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64153
Key:

Data

{'content': 'with all their women'}