Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναρμόδιος
ἄναρμος
ἀναρμοστέω
ἀναρμοστία
ἀνάρμοστος
ἀναροτρίαστος
ἀναρπάγδην
ἀναρπαγή
ἀναρπάζω
ἀναρπαστέον
ἀναρπαστός
ἀναρραΐζω
ἀναρραίνω
ἀναρράπτω
ἀναρράσσω
ἀναρραφή
ἀναρραφικός
ἀναρραψῳδέω
ἀναρρέπω
ἀναρρέω
ἀναρρήγνυμι
View word page
ἀναρπαστός
snatched up, carried off

ShortDef

snatched up, carried off

Debugging

Headword:
ἀναρπαστός
Headword (normalized):
ἀναρπαστός
Headword (normalized/stripped):
αναρπαστος
IDX:
6414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6415
Key:

Data

{'content': 'snatched up, carried off'}