Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παγαρχία
παγαρχικός
Παγασαί
Παγασαῖος
Παγασηΐς
Πάγγαιον
παγγέλοιος
παγγενεί
παγγενέτειρα
παγγενέτης
πάγγεος
παγγέωργος
παγγήρως
παγγλυκερός
παγγλωσσία
πάγγλωσσος
πάγγυμνος
παγγυναικί
παγερός
παγετός
παγετώδης
View word page
πάγγεος
holding the whole earth

ShortDef

holding the whole earth

Debugging

Headword:
πάγγεος
Headword (normalized):
πάγγεος
Headword (normalized/stripped):
παγγεος
IDX:
64145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64146
Key:

Data

{'content': 'holding the whole earth'}