Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάρμενος
ἀναρμόδιος
ἄναρμος
ἀναρμοστέω
ἀναρμοστία
ἀνάρμοστος
ἀναροτρίαστος
ἀναρπάγδην
ἀναρπαγή
ἀναρπάζω
ἀναρπαστέον
ἀναρπαστός
ἀναρραΐζω
ἀναρραίνω
ἀναρράπτω
ἀναρράσσω
ἀναρραφή
ἀναρραφικός
ἀναρραψῳδέω
ἀναρρέπω
ἀναρρέω
View word page
ἀναρπαστέον
one must wipe off

ShortDef

one must wipe off

Debugging

Headword:
ἀναρπαστέον
Headword (normalized):
ἀναρπαστέον
Headword (normalized/stripped):
αναρπαστεον
IDX:
6413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6414
Key:

Data

{'content': 'one must wipe off'}