Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀψωνιαστής
ὀψωνιοδόκος
ὀψώνιον
ὀψωνιοπώλης
πʹ
πᾶ
πᾷ
πᾳ
παγανικός
παγανός
παγάομαι
παγαρχέω
παγάρχης
παγαρχία
παγαρχικός
Παγασαί
Παγασαῖος
Παγασηΐς
Πάγγαιον
παγγέλοιος
παγγενεί
View word page
παγάομαι
wash in a spring

ShortDef

wash in a spring

Debugging

Headword:
παγάομαι
Headword (normalized):
παγάομαι
Headword (normalized/stripped):
παγαομαι
IDX:
64132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64133
Key:

Data

{'content': 'wash in a spring'}