Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀψωνία
ὀψωνιάζω
ὀψωνιασμός
ὀψωνιαστής
ὀψωνιοδόκος
ὀψώνιον
ὀψωνιοπώλης
πʹ
πᾶ
πᾷ
πᾳ
παγανικός
παγανός
παγάομαι
παγαρχέω
παγάρχης
παγαρχία
παγαρχικός
Παγασαί
Παγασαῖος
Παγασηΐς
View word page
πᾳ
somehow
ShortDef
somehow
Debugging
Headword:
πᾳ
Headword (normalized):
πᾳ
Headword (normalized/stripped):
πα
IDX:
64129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64130
Key:
Data
{'content': 'somehow'}