Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄναρκτος
ἀνάρμενος
ἀναρμόδιος
ἄναρμος
ἀναρμοστέω
ἀναρμοστία
ἀνάρμοστος
ἀναροτρίαστος
ἀναρπάγδην
ἀναρπαγή
ἀναρπάζω
ἀναρπαστέον
ἀναρπαστός
ἀναρραΐζω
ἀναρραίνω
ἀναρράπτω
ἀναρράσσω
ἀναρραφή
ἀναρραφικός
ἀναρραψῳδέω
ἀναρρέπω
View word page
ἀναρπάζω
to snatch up

ShortDef

to snatch up

Debugging

Headword:
ἀναρπάζω
Headword (normalized):
ἀναρπάζω
Headword (normalized/stripped):
αναρπαζω
IDX:
6412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6413
Key:

Data

{'content': 'to snatch up'}