Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀψώνης
ὀψωνητικός
ὀψωνία
ὀψωνιάζω
ὀψωνιασμός
ὀψωνιαστής
ὀψωνιοδόκος
ὀψώνιον
ὀψωνιοπώλης
πʹ
πᾶ
πᾷ
πᾳ
παγανικός
παγανός
παγάομαι
παγαρχέω
παγάρχης
παγαρχία
παγαρχικός
Παγασαί
View word page
πᾶ
father (see also LSJ βᾶ)

ShortDef

father (see also LSJ βᾶ)

Debugging

Headword:
πᾶ
Headword (normalized):
πᾶ
Headword (normalized/stripped):
πα
IDX:
64127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64128
Key:

Data

{'content': 'father (see also LSJ βᾶ)'}