Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀψοφαγία
ὀψοφάγος
ὀψοφόρος
ὀψωνάτωρ
ὀψωνέω
ὀψώνης
ὀψωνητικός
ὀψωνία
ὀψωνιάζω
ὀψωνιασμός
ὀψωνιαστής
ὀψωνιοδόκος
ὀψώνιον
ὀψωνιοπώλης
πʹ
πᾶ
πᾷ
πᾳ
παγανικός
παγανός
παγάομαι
View word page
ὀψωνιαστής
caterer

ShortDef

caterer

Debugging

Headword:
ὀψωνιαστής
Headword (normalized):
ὀψωνιαστής
Headword (normalized/stripped):
οψωνιαστης
IDX:
64122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64123
Key:

Data

{'content': 'caterer'}