Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάριστος
ἄναρκτος
ἀνάρμενος
ἀναρμόδιος
ἄναρμος
ἀναρμοστέω
ἀναρμοστία
ἀνάρμοστος
ἀναροτρίαστος
ἀναρπάγδην
ἀναρπαγή
ἀναρπάζω
ἀναρπαστέον
ἀναρπαστός
ἀναρραΐζω
ἀναρραίνω
ἀναρράπτω
ἀναρράσσω
ἀναρραφή
ἀναρραφικός
ἀναρραψῳδέω
View word page
ἀναρπαγή
re-capture
ShortDef
re-capture
Debugging
Headword:
ἀναρπαγή
Headword (normalized):
ἀναρπαγή
Headword (normalized/stripped):
αναρπαγη
IDX:
6411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6412
Key:
Data
{'content': 're-capture'}