Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀψοπώλης
ὀψοπωλία
ὀψοπώλιον
ὀψοφαγέω
ὀψοφαγία
ὀψοφάγος
ὀψοφόρος
ὀψωνάτωρ
ὀψωνέω
ὀψώνης
ὀψωνητικός
ὀψωνία
ὀψωνιάζω
ὀψωνιασμός
ὀψωνιαστής
ὀψωνιοδόκος
ὀψώνιον
ὀψωνιοπώλης
πʹ
πᾶ
πᾷ
View word page
ὀψωνητικός
of or for purveying

ShortDef

of or for purveying

Debugging

Headword:
ὀψωνητικός
Headword (normalized):
ὀψωνητικός
Headword (normalized/stripped):
οψωνητικος
IDX:
64118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64119
Key:

Data

{'content': 'of or for purveying'}