Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀψοποίημα
ὀψοποιητικός
ὀψοποιία
ὀψοποιικός
ὀψοποιός
ὀψοπόνος
ὀψοπώλης
ὀψοπωλία
ὀψοπώλιον
ὀψοφαγέω
ὀψοφαγία
ὀψοφάγος
ὀψοφόρος
ὀψωνάτωρ
ὀψωνέω
ὀψώνης
ὀψωνητικός
ὀψωνία
ὀψωνιάζω
ὀψωνιασμός
ὀψωνιαστής
View word page
ὀψοφαγία
dainty living
ShortDef
dainty living
Debugging
Headword:
ὀψοφαγία
Headword (normalized):
ὀψοφαγία
Headword (normalized/stripped):
οψοφαγια
IDX:
64112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64113
Key:
Data
{'content': 'dainty living'}