Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀψοποιέω
ὀψοποίημα
ὀψοποιητικός
ὀψοποιία
ὀψοποιικός
ὀψοποιός
ὀψοπόνος
ὀψοπώλης
ὀψοπωλία
ὀψοπώλιον
ὀψοφαγέω
ὀψοφαγία
ὀψοφάγος
ὀψοφόρος
ὀψωνάτωρ
ὀψωνέω
ὀψώνης
ὀψωνητικός
ὀψωνία
ὀψωνιάζω
ὀψωνιασμός
View word page
ὀψοφαγέω
to eat things meant to be eaten
ShortDef
to eat things meant to be eaten
Debugging
Headword:
ὀψοφαγέω
Headword (normalized):
ὀψοφαγέω
Headword (normalized/stripped):
οψοφαγεω
IDX:
64111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64112
Key:
Data
{'content': 'to eat things meant to be eaten'}