Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναριστία
ἀνάριστος
ἄναρκτος
ἀνάρμενος
ἀναρμόδιος
ἄναρμος
ἀναρμοστέω
ἀναρμοστία
ἀνάρμοστος
ἀναροτρίαστος
ἀναρπάγδην
ἀναρπαγή
ἀναρπάζω
ἀναρπαστέον
ἀναρπαστός
ἀναρραΐζω
ἀναρραίνω
ἀναρράπτω
ἀναρράσσω
ἀναρραφή
ἀναρραφικός
View word page
ἀναρπάγδην
snatching up violently

ShortDef

snatching up violently

Debugging

Headword:
ἀναρπάγδην
Headword (normalized):
ἀναρπάγδην
Headword (normalized/stripped):
αναρπαγδην
IDX:
6410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6411
Key:

Data

{'content': 'snatching up violently'}