Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄψον
ὀψονομέω
ὀψονόμος
ὀψοποιεῖον
ὀψοποιέομαι
ὀψοποιέω
ὀψοποίημα
ὀψοποιητικός
ὀψοποιία
ὀψοποιικός
ὀψοποιός
ὀψοπόνος
ὀψοπώλης
ὀψοπωλία
ὀψοπώλιον
ὀψοφαγέω
ὀψοφαγία
ὀψοφάγος
ὀψοφόρος
ὀψωνάτωρ
ὀψωνέω
View word page
ὀψοποιός
one who cooks meat, a cook
ShortDef
one who cooks meat, a cook
Debugging
Headword:
ὀψοποιός
Headword (normalized):
ὀψοποιός
Headword (normalized/stripped):
οψοποιος
IDX:
64106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64107
Key:
Data
{'content': 'one who cooks meat, a cook'}