Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀψολόγος
ὀψομανής
ὀψομανία
ὄψον
ὀψονομέω
ὀψονόμος
ὀψοποιεῖον
ὀψοποιέομαι
ὀψοποιέω
ὀψοποίημα
ὀψοποιητικός
ὀψοποιία
ὀψοποιικός
ὀψοποιός
ὀψοπόνος
ὀψοπώλης
ὀψοπωλία
ὀψοπώλιον
ὀψοφαγέω
ὀψοφαγία
ὀψοφάγος
View word page
ὀψοποιητικός
of or fit for delicate cookery
ShortDef
of or fit for delicate cookery
Debugging
Headword:
ὀψοποιητικός
Headword (normalized):
ὀψοποιητικός
Headword (normalized/stripped):
οψοποιητικος
IDX:
64103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64104
Key:
Data
{'content': 'of or fit for delicate cookery'}