Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀψοθήκη
ὀψολογία
ὀψολόγιον
ὀψολόγος
ὀψομανής
ὀψομανία
ὄψον
ὀψονομέω
ὀψονόμος
ὀψοποιεῖον
ὀψοποιέομαι
ὀψοποιέω
ὀψοποίημα
ὀψοποιητικός
ὀψοποιία
ὀψοποιικός
ὀψοποιός
ὀψοπόνος
ὀψοπώλης
ὀψοπωλία
ὀψοπώλιον
View word page
ὀψοποιέομαι
to eat meat
ShortDef
to eat meat
Debugging
Headword:
ὀψοποιέομαι
Headword (normalized):
ὀψοποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
οψοποιεομαι
IDX:
64100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64101
Key:
Data
{'content': 'to eat meat'}