Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναρίστητος
ἀναριστία
ἀνάριστος
ἄναρκτος
ἀνάρμενος
ἀναρμόδιος
ἄναρμος
ἀναρμοστέω
ἀναρμοστία
ἀνάρμοστος
ἀναροτρίαστος
ἀναρπάγδην
ἀναρπαγή
ἀναρπάζω
ἀναρπαστέον
ἀναρπαστός
ἀναρραΐζω
ἀναρραίνω
ἀναρράπτω
ἀναρράσσω
ἀναρραφή
View word page
ἀναροτρίαστος
unploughed

ShortDef

unploughed

Debugging

Headword:
ἀναροτρίαστος
Headword (normalized):
ἀναροτρίαστος
Headword (normalized/stripped):
αναροτριαστος
IDX:
6409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6410
Key:

Data

{'content': 'unploughed'}