Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀψίφυγος
ὀψοδαίδαλος
ὀψοδεία
ὀψοθήκη
ὀψολογία
ὀψολόγιον
ὀψολόγος
ὀψομανής
ὀψομανία
ὄψον
ὀψονομέω
ὀψονόμος
ὀψοποιεῖον
ὀψοποιέομαι
ὀψοποιέω
ὀψοποίημα
ὀψοποιητικός
ὀψοποιία
ὀψοποιικός
ὀψοποιός
ὀψοπόνος
View word page
ὀψονομέω
to be an ὀψονόμος

ShortDef

to be an ὀψονόμος

Debugging

Headword:
ὀψονομέω
Headword (normalized):
ὀψονομέω
Headword (normalized/stripped):
οψονομεω
IDX:
64097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64098
Key:

Data

{'content': 'to be an ὀψονόμος'}