Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀψιτέλεστος
ὀψίτομος
ὀψίτυχος
ὀψιφόρος
ὀψίφυγος
ὀψοδαίδαλος
ὀψοδεία
ὀψοθήκη
ὀψολογία
ὀψολόγιον
ὀψολόγος
ὀψομανής
ὀψομανία
ὄψον
ὀψονομέω
ὀψονόμος
ὀψοποιεῖον
ὀψοποιέομαι
ὀψοποιέω
ὀψοποίημα
ὀψοποιητικός
View word page
ὀψολόγος
one who discourses on cookery
ShortDef
one who discourses on cookery
Debugging
Headword:
ὀψολόγος
Headword (normalized):
ὀψολόγος
Headword (normalized/stripped):
οψολογος
IDX:
64093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64094
Key:
Data
{'content': 'one who discourses on cookery'}