Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀψίτεκνος
ὀψιτέλεστος
ὀψίτομος
ὀψίτυχος
ὀψιφόρος
ὀψίφυγος
ὀψοδαίδαλος
ὀψοδεία
ὀψοθήκη
ὀψολογία
ὀψολόγιον
ὀψολόγος
ὀψομανής
ὀψομανία
ὄψον
ὀψονομέω
ὀψονόμος
ὀψοποιεῖον
ὀψοποιέομαι
ὀψοποιέω
ὀψοποίημα
View word page
ὀψολόγιον
sample of imported foodstuff
ShortDef
sample of imported foodstuff
Debugging
Headword:
ὀψολόγιον
Headword (normalized):
ὀψολόγιον
Headword (normalized/stripped):
οψολογιον
IDX:
64092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64093
Key:
Data
{'content': 'sample of imported foodstuff'}