Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀψιότης
ὀψιπέδων
ὄψις
ὀψισμός
ὀψισπορέω
ὀψίσπορος
ὀψίτεκνος
ὀψιτέλεστος
ὀψίτομος
ὀψίτυχος
ὀψιφόρος
ὀψίφυγος
ὀψοδαίδαλος
ὀψοδεία
ὀψοθήκη
ὀψολογία
ὀψολόγιον
ὀψολόγος
ὀψομανής
ὀψομανία
ὄψον
View word page
ὀψιφόρος
late-bearing
ShortDef
late-bearing
Debugging
Headword:
ὀψιφόρος
Headword (normalized):
ὀψιφόρος
Headword (normalized/stripped):
οψιφορος
IDX:
64086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64087
Key:
Data
{'content': 'late-bearing'}