Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
ὀψιότης
ὀψιπέδων
ὄψις
ὀψισμός
ὀψισπορέω
ὀψίσπορος
ὀψίτεκνος
ὀψιτέλεστος
ὀψίτομος
ὀψίτυχος
ὀψιφόρος
ὀψίφυγος
ὀψοδαίδαλος
ὀψοδεία
ὀψοθήκη
ὀψολογία
ὀψολόγιον
ὀψολόγος
View word page
ὀψιτέλεστος
to be late fulfilled

ShortDef

to be late fulfilled

Debugging

Headword:
ὀψιτέλεστος
Headword (normalized):
ὀψιτέλεστος
Headword (normalized/stripped):
οψιτελεστος
IDX:
64083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64084
Key:

Data

{'content': 'to be late fulfilled'}