Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀψίμοθος
ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
ὀψιότης
ὀψιπέδων
ὄψις
ὀψισμός
ὀψισπορέω
ὀψίσπορος
ὀψίτεκνος
ὀψιτέλεστος
ὀψίτομος
ὀψίτυχος
ὀψιφόρος
ὀψίφυγος
ὀψοδαίδαλος
ὀψοδεία
ὀψοθήκη
ὀψολογία
ὀψολόγιον
View word page
ὀψίτεκνος
late descendant

ShortDef

late descendant

Debugging

Headword:
ὀψίτεκνος
Headword (normalized):
ὀψίτεκνος
Headword (normalized/stripped):
οψιτεκνος
IDX:
64082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64083
Key:

Data

{'content': 'late descendant'}