Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀψιμαθία
ὀψίμοθος
ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
ὀψιότης
ὀψιπέδων
ὄψις
ὀψισμός
ὀψισπορέω
ὀψίσπορος
ὀψίτεκνος
ὀψιτέλεστος
ὀψίτομος
ὀψίτυχος
ὀψιφόρος
ὀψίφυγος
ὀψοδαίδαλος
ὀψοδεία
ὀψοθήκη
ὀψολογία
View word page
ὀψίσπορος
late-sown, to be sown late

ShortDef

late-sown, to be sown late

Debugging

Headword:
ὀψίσπορος
Headword (normalized):
ὀψίσπορος
Headword (normalized/stripped):
οψισπορος
IDX:
64081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64082
Key:

Data

{'content': 'late-sown, to be sown late'}