Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀψιμαθέω
ὀψιμαθής
ὀψιμαθία
ὀψίμοθος
ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
ὀψιότης
ὀψιπέδων
ὄψις
ὀψισμός
ὀψισπορέω
ὀψίσπορος
ὀψίτεκνος
ὀψιτέλεστος
ὀψίτομος
ὀψίτυχος
ὀψιφόρος
ὀψίφυγος
ὀψοδαίδαλος
ὀψοδεία
View word page
ὀψισμός
a being too late
ShortDef
a being too late
Debugging
Headword:
ὀψισμός
Headword (normalized):
ὀψισμός
Headword (normalized/stripped):
οψισμος
IDX:
64079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64080
Key:
Data
{'content': 'a being too late'}