Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀψίκοιτος
ὀψιμαθέω
ὀψιμαθής
ὀψιμαθία
ὀψίμοθος
ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
ὀψιότης
ὀψιπέδων
ὄψις
ὀψισμός
ὀψισπορέω
ὀψίσπορος
ὀψίτεκνος
ὀψιτέλεστος
ὀψίτομος
ὀψίτυχος
ὀψιφόρος
ὀψίφυγος
ὀψοδαίδαλος
View word page
ὄψις
look, appearance, aspect

ShortDef

look, appearance, aspect

Debugging

Headword:
ὄψις
Headword (normalized):
ὄψις
Headword (normalized/stripped):
οψις
IDX:
64078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64079
Key:

Data

{'content': 'look, appearance, aspect'}