Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀψίκαρπος
ὀψίκλωψ
ὀψίκοιτος
ὀψιμαθέω
ὀψιμαθής
ὀψιμαθία
ὀψίμοθος
ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
ὀψιότης
ὀψιπέδων
ὄψις
ὀψισμός
ὀψισπορέω
ὀψίσπορος
ὀψίτεκνος
ὀψιτέλεστος
ὀψίτομος
ὀψίτυχος
ὀψιφόρος
View word page
ὀψιότης
lateness

ShortDef

lateness

Debugging

Headword:
ὀψιότης
Headword (normalized):
ὀψιότης
Headword (normalized/stripped):
οψιοτης
IDX:
64076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64077
Key:

Data

{'content': 'lateness'}