Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀψικαρπέω
ὀψικαρπία
ὀψίκαρπος
ὀψίκλωψ
ὀψίκοιτος
ὀψιμαθέω
ὀψιμαθής
ὀψιμαθία
ὀψίμοθος
ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
ὀψιότης
ὀψιπέδων
ὄψις
ὀψισμός
ὀψισπορέω
ὀψίσπορος
ὀψίτεκνος
ὀψιτέλεστος
ὀψίτομος
View word page
ὀψίνοος
late-observing
ShortDef
late-observing
Debugging
Headword:
ὀψίνοος
Headword (normalized):
ὀψίνοος
Headword (normalized/stripped):
οψινοος
IDX:
64074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64075
Key:
Data
{'content': 'late-observing'}