Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀψιγονία
ὀψίγονος
ὀψίζω
ὀψικαρπέω
ὀψικαρπία
ὀψίκαρπος
ὀψίκλωψ
ὀψίκοιτος
ὀψιμαθέω
ὀψιμαθής
ὀψιμαθία
ὀψίμοθος
ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
ὀψιότης
ὀψιπέδων
ὄψις
ὀψισμός
ὀψισπορέω
ὀψίσπορος
View word page
ὀψιμαθία
late-gotten learning

ShortDef

late-gotten learning

Debugging

Headword:
ὀψιμαθία
Headword (normalized):
ὀψιμαθία
Headword (normalized/stripped):
οψιμαθια
IDX:
64071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64072
Key:

Data

{'content': 'late-gotten learning'}