Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀψίγαμος
ὀψιγενής
ὀψιγονία
ὀψίγονος
ὀψίζω
ὀψικαρπέω
ὀψικαρπία
ὀψίκαρπος
ὀψίκλωψ
ὀψίκοιτος
ὀψιμαθέω
ὀψιμαθής
ὀψιμαθία
ὀψίμοθος
ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
ὀψιότης
ὀψιπέδων
ὄψις
ὀψισμός
View word page
ὀψιμαθέω
to learn late

ShortDef

to learn late

Debugging

Headword:
ὀψιμαθέω
Headword (normalized):
ὀψιμαθέω
Headword (normalized/stripped):
οψιμαθεω
IDX:
64069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64070
Key:

Data

{'content': 'to learn late'}