Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀψιγαμίου
ὀψίγαμος
ὀψιγενής
ὀψιγονία
ὀψίγονος
ὀψίζω
ὀψικαρπέω
ὀψικαρπία
ὀψίκαρπος
ὀψίκλωψ
ὀψίκοιτος
ὀψιμαθέω
ὀψιμαθής
ὀψιμαθία
ὀψίμοθος
ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
ὀψιότης
ὀψιπέδων
ὄψις
View word page
ὀψίκοιτος
going late to bed

ShortDef

going late to bed

Debugging

Headword:
ὀψίκοιτος
Headword (normalized):
ὀψίκοιτος
Headword (normalized/stripped):
οψικοιτος
IDX:
64068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64069
Key:

Data

{'content': 'going late to bed'}