Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀψιγαμία
ὀψιγαμίου
ὀψίγαμος
ὀψιγενής
ὀψιγονία
ὀψίγονος
ὀψίζω
ὀψικαρπέω
ὀψικαρπία
ὀψίκαρπος
ὀψίκλωψ
ὀψίκοιτος
ὀψιμαθέω
ὀψιμαθής
ὀψιμαθία
ὀψίμοθος
ὄψιμος
ὀψίνοος
ὄψιος
ὀψιότης
ὀψιπέδων
View word page
ὀψίκλωψ
one who steals at night

ShortDef

one who steals at night

Debugging

Headword:
ὀψίκλωψ
Headword (normalized):
ὀψίκλωψ
Headword (normalized/stripped):
οψικλωψ
IDX:
64067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-64068
Key:

Data

{'content': 'one who steals at night'}